Ιστορίες για σκύλους και φουντωτές ουρές Με λένε Γκαστόν 105

Ιστορίες για σκύλους και φουντωτές ουρές Με λένε Γκαστόν 105

Στις 8 και πέντε ακριβώς η πόρτα του μεγάλου σπιτιού άνοιξε. Ένα καλοντυμένο ζευγάρι βγήκε. Σα διαφήμιση έμοιαζαν. Ο Γκαστόν γούρλωσε τα μάτια του πίσω από τις τρύπες της φυλλάδας του. Ο κύριος φορούσε ένα ξύλινο παπιγιόν.

Μα τα χίλια κόκκινα λουράκια τι λούσο ήταν αυτό!!! Εκείνος είχε ένα σαχλό κόκκινο με κάτι αρκουδάκια πάνω. Διόλου τυχαίο που ο αδερφός του τού είχε κολλήσει το παρατσούκλι «παπγιονάκιας». Πφ.. γατάκι. Δεν ήθελε να τα θυμάται και να συγχύζεται. Άλλωστε, οι οδηγίες του Πικάσο ήταν σαφείς. Ηρεμία και νηφαλιότητα. Και γάτα που λέει ο λόγος να έρθει να κουνήσει την ουρά της κάτω από τα μουσούδια σας, εσείς θα μείνετε ατάραχοι. Ο πράκτορας πρέπει να έχει παγωμένο αίμα. Να είναι τέρας ψυχραιμίας.

Ο κομψός κύριος ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο, χωρίς να το πλησιάσει καν. Απλά πάτησε ένα κουμπί και άναψαν τα φώτα… Μαγεία..

Κανείς, όμως δεν μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο. Απλά περίμεναν. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Η Φάτσα φτερνίστηκε δυνατά, και όλοι γύρισαν προς το μέρος της.

«Τι όμορφο σκυλάκι!! Από πού να έρχεται, άραγε; Κανείς στη γειτονιά δεν έχει τέτοιο σκύλο!». Η μητέρα έκανε δύο βήματα προς το μέρος της. «Έχει λουράκι. Θα δω το τηλέφωνο και θα πάρω αμέσως». Ο Γκαστόν από την ταραχή του τσαλάκωσε τη γατοφυλλάδα του. Ένα βήμα ακόμα και όλα θα πήγαιναν γάτα (συγγνώμη. Στράφι, εννοούσα). Όμως, ένας από μηχανής Θεός έκανε την εμφάνισή του.

«Μαμάαααααααααα», κοίταααααααα!!!». Μα τις χίλιες μαδημένες γάτες τι καραμούζα ήταν αυτή. Μέσα στη σαστιμάρα η φάτσα κατάφερε να την κοπανήσει σαν τον κλέφτη. Κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο. Ο Πικάσο θα ένιωθε περήφανος. Η βρωμούσα, επιμελώς κρυμμένη σε μια κολώνα έβγαζε φωτογραφίες και κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα μπλοκάκι. Ήταν τα αυτιά και τα μάτια του Πικάσο σε αυτή την αποστολή. Η Φάτσα πήρε πολλούς πόντους γι’ αυτή της την κίνηση. (Και ο Ρήγας μάλλον έχασε άλλους τόσους, αφού όταν άκουσε τη φωνή – σειρήνα γάβγισε σαστισμένος. Για καλή του τύχη, κανείς δεν τον άκουσε. Η φωνή ήταν διαπεραστική. Όμως, η βρωμούσα δε χάρισε κάστανα).

Ένας ξανθός μπόμπιρας εμφανίστηκε στην πόρτα. Φορούσε μια κόκκινο πανταλόνι κι ένα ριγέ μπλουζάκι. Γάτα μία! Τι πονηρή φάτσα ήταν αυτή! Κάτι τέτοια παιδάκια ήταν ο εφιάλτης του κανίς. Ήξερε ότι μπορούσαν να σε στείλουν στον κτηνίατρο για γάτας πήδημα. Και το χειρότερο είναι ότι το έπαιζαν και αθώες περιστερές. Έσερνε μια μπλε τσάντα με κάτι ροδάκια. Κάτι περίσσευε μέσα από την τσάντα. Ο Γκαστόν εστίασε το βλέμμα του. Μα αυτό… αυτό ήταν ένα μουσούδι!!Woofland - Ιστορίες για σκύλους και φουντωτές ουρές - Με λένε Γκαστόν 105

Φαίνεται ότι και ο Ρήγας το πήρε πρέφα και πήγε να γαβγίσει. Το κανίς πρόλαβε να του ρίξει ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Ο μικρός πήγε στο αυτοκίνητο και σαν τον κλέφτη τρύπωσε. Η μαμά τον άρπαξε από τις τιράντες και τον έβγαλε σηκωτό έξω.

«Για τελευταία φορά ΟΧΙ. Οι σκύλοι δε πάνε στο νηπιαγωγείο. Ο Τζίνο θα μείνει στο σπίτι. Άνοιξε την τσάντα και ένα μικρό τσιουάουα βγήκε αλαφιασμένο. Μια μεγαλύτερη κυρία βγήκε τρέχοντας και τον πήρε αγκαλιά. Ο μικρός έτρεξε και τον άρπαξε. Τον έσφιξε στην αγκαλιά του και τον φίλησε πολλές φορές. «Γεια φίλε.. Θα μου λείψεις..». Η μαμά τον έβαλε στο αυτοκίνητο και έφυγαν όλοι μαζί.

Ώστε αυτός ήταν η πηγή του εκφοβισμού. Αυτός ο μικρός τύπος..

Πόσο πολύ είχε γελαστεί…

Σύνθημα: Φουντωτές ουρές

Παρασύνθημα: Κανίς

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη