Ιστορίες για σκύλους και φουντωτές ουρές Με λένε Γκαστόν 109

Ιστορίες για σκύλους και φουντωτές ουρές Με λένε Γκαστόν 109

Και οι δύο έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Οι ουρές τους έστεκαν μετέωρες. Γάτα μία!! Κρύφτηκαν πίσω από μία καρέκλα και κοιτούσαν σαν έκπληκτα τσομπανόσκυλα. Το κανίς ήταν σε ετοιμότητα για επίθεση.

 

Ο Τζίνο κοιμόταν σαν πασάς πάνω σε ένα βελούδινο μαξιλαράκι. Πάνω του είχε ένα σωρό μπιχλιμπίδια. Ολοφάνερα κάποιος του τα είχε βάλει. Κάποιος που είχε σκοπό να του κάνει καζούρα. Να ήταν ο μικρός ξανθομπάμπουρας; Μα αυτός είχε φύγει στον παιδικό σταθμό. Γάτα δεν υπήρχε στο σπίτι. Ο Γκαστόν το είχε διπλοτσεκάρει.

Έριξε μια πολύ βιαστική ματιά στο εγχειρίδιο των σκύλων πρακτόρων με το οποίο τους είχε εφοδιάσει ο Πικάσο πριν την αποστολή. Το έγραφε καθαρά. Να μένετε απλοί παρατηρητές. Μη βιάζεστε. Καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν.

Έτσι κι έκανε. Περίμενε.

Και άρχισε να παρατηρεί. Προσπάθησε να διακρίνει τι είχε πάνω του το μικρό σκυλάκι. Ένα μανταλάκι στην ουρά, ένα φιογκάκι στο κεφάλι (έλεος. Τον είχαν ντύσει κορίτσι). Στο λαιμό του κρεμόταν ένα αλυσιδάκι με ένα ταμπελάκι. Έγραφε κάτι. Πήρε τα κιάλια του. Γάτα μία! Αυτό ήταν άνω των γατών! Στο λαιμό του Τζίνο έγραφε μια απρέπεια. Κάτι απερίγραπτο. Κάτι που τον έβγαζε έξω από το λουράκι του. Με γράμματα κόκκινα σαν αίμα έγραφε

ΕΙΜΑΙ ΓΑΤΑ

Μα τα χίλια κόκκινα λουράκια. Και ο Βούδας να ήταν, τώρα θα έπρεπε να εκραγεί σαν βόμβα του πολέμου. Όμως θα ντρόπιαζε τον Πικάσο. Και μέτρησε δέκα κόκαλα μέχρι να ηρεμήσει. Ο Ρήγας μέτρησε εκατό κόκαλα. Έτρεμε σαν κομπρεσέρ από τα νεύρα.

Γάτα μία!!! Και τότε έγινε το απερίγραπτο. Μια καραμούζα ήχησε δυνατά. Είχε τον ήχο γάτας που της πατάνε την ουρά. Γκαστόν και Ρήγας έκλεισαν τα αυτιά τους. Ο Τζίνο πετάχτηκε σαν ελατήριο. Ένας κουβάς με πούπουλα έπεσε πάνω του. Η εικόνα ήταν απερίγραπτη.

Ο Τζίνο με τον κουβά καπέλο, καλυμμένος από φτερά και πούπουλα και την ντροπιαστική ταμπέλα να αμαυρώνει την εικόνα του. Ένα χάχανο ακούστηκε από πίσω τους. Κι ένα φλας μηχανής. Ενστικτωδώς οι δυο σκυλοπράκτορες γύρισαν και κοίταξαν. Τίποτα.. Και τότε, από πού ερχόταν αυτό το γέλιο νυφίτσας; Και τα φλας που συνέχιζαν ν’ αστράφτουν;;

Παρατήρηση. Παρατήρηση.

Τον είδαν. Πάνω στο τραπέζι. Έβγαζε φωτογραφίες και γελούσε. Άσπρος σαν το χιόνι, μ’ ένα κουδουνάκι στο λαιμό του. Και μια ουρά να τρεμοπαίζει.

Ο Ρήγας ήταν έτοιμος να επιτεθεί. Το κανίς διατήρησε την ψυχραιμία του. Τον κράτησε από το λουράκι.

  • Ήρεμα…
  • Μα…
  • Το ξέρω..
  • Μα…

Ξαναγύρισαν και τον κοίταξαν. Χωρίς ντροπή τους φωτογράφισε και αυτούς. Η φωτογραφία βγήκε αμέσως και τους την πέταξε. Και άρχισε να τρέχει. Χάθηκε σε μια μικρή τρύπα στη γωνία του τοίχου.

Ήταν ένα μικρό ποντικάκι. Ώστε αυτός ήταν η πέτρα του σκανδάλου; Ένα ποντίκι;

Έτρεξαν προς το μέρος του Τζίνο που παραπατούσε. Τελικά συγκρούστηκε με τον τοίχο και έπεσε τέζα. Τι μπουνταλάς!!! Και τώρα;;;

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη