Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 15ο

Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 15ο

Τελικά ο Γκαστόν εξελίχθηκε σε κανονικό μέλος της οικογένειας. Καμία διαφορά δε θα υπήρχε αν η Ελένη και ο Γιάννης έκαναν ένα ακόμα παιδί. Το ίδιο θα τον φρόντιζαν και θα τον κανάκευαν. Μάλιστα, επειδή τα παιδιά τους είχαν παραμεγαλώσει ένα μωράκι τους είχε λείψει. Πολύ μικροί για να γίνουν παππούδες και πολύ μεγάλοι για να ξαναγίνουν γονείς έδωσαν όλη την αγάπη και την τρυφερότητά τους στο χνουδωτό αυτό πλασματάκι. Χάδια, φιλιά, παιχνίδια, δώρα, αγκαλιές.

Όλα για το μικρό κανισάκι που είχε γίνει πραγματικά το κέντρο του μικρόκοσμου της νέας του οικογένειας. Σαν να μην έφτανε αυτό, υπήρχαν και η Λευκή και η Χρύσα που ως νονές φρόντιζαν να τον παραχαϊδεύουν. Τον έπαιρναν στις βόλτες με τη γιαγιά, του έδιναν τα παιχνίδια τους και το τάιζαν κρυφά μπισκότα και λιχουδιές!
Το αποκορύφωμα, βέβαια, ήταν ο μπαμπάς. Μεταξύ τους υπήρχε λατρεία. Κάθε βράδυ, λίγο πριν γυρίσει ο Γιάννης από τη δουλειά ο Γκαστόν βρισκόταν σε ανησυχία. Τον περίμενε θαρρείς. Γκρίνιαζε, τριγύριζε μέσα στο σπίτι και πήγαινε συνέχεια στην πόρτα. Από ένα σημείο και μετά η διαδικασία ήταν γνωστή. Ο Γκαστόν ανέβαινε στην πλάτη του καναπέ και κοιτούσε το δρόμο. Όσο πλησίαζε η ώρα τόσο πιο ανήσυχος γινόταν. Γάβγιζε με το παραμικρό. Η Ελένη συνήθως του χάιδευε τα μαλλιά και του μιλούσε ήρεμα. «Ηρέμησε μικρέ μου.. θα έρθει ο Γιάννης σε λίγο.. μην κάνεις φασαρία και ενοχλείς».. τίποτα αυτός. Συνέχιζε ακάθεκτος. Στη συνέχεια τον δωροδοκούσε με κάποια λιχουδιά.. Ο κύριος απλά την έτρωγε και συνέχιζε.. με ανανεωμένες δυνάμεις αυτή τη φορά! Πολλές φορές έπεφτε και η σχετική απειλή με την παντόφλα, αλλά ο Γκαστόν δε χαμπάριαζε. Ήξερε καλά ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τις φάει. Και συνέχιζε την κλάψα μέχρι να του ανοίξει η Ελένη την πόρτα. Μόλις άνοιγε ο δρόμος προς την ελευθερία ο Γκαστόν γινόταν καπνός. Κατέβαινε σαν σίφουνας τη σκάλα και πήγαινε στην αυλή. Ανέβαινε στο παγκάκι που χρησιμοποιούσε ως παρατηρητήριο και περίμενε καρτερικά κοιτάζοντας στο βάθος του δρόμου. Μία σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό του.. Ο ΜΠΑΜΠΑΣ.. και το χαζοπούλι περίμενε ακίνητο.. ( Κι αυτό γινόταν ακόμα και με κρύο και βροχή, όπως αποδείχθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν…).
Για να είμαστε ακριβείς πού και πού κουνιόταν… και μάλιστα για τα καλά.. πότε για να κυνηγήσει μια πεταλούδα, να μυρίσει ένα σκαθάρι ή να κάνει επίθεση σε κάποιο ανυποψίαστο πουλί που έκανε το λάθος να πετάξει λίγο πιο χαμηλά. Όμως αυτά ήταν περαστικοί περισπασμοί αμελητέας σημασίας.. η προσοχή δεν ξέφευγε από τον αρχικό στόχο που ήταν η μεγαλειώδης υποδοχή του μπαμπά.
Ό,τι και να σας πω θα είναι λίγο. Πρώτα ο Γκαστόν άκουγε το αυτοκίνητο (κι όταν λέμε το άκουγε, εννοούμε ότι άκουγε την εξάτμιση πολύ πριν εμφανιστεί το ίδιο). Πού το αναγνώριζε ανάμεσα σε τόσες εξατμίσεις ήταν απορίας άξιον, αλλά από το γκαστονάκι μπορούσε να τα περιμένει κανείς όλα! Έβγαζε το κεφάλι του από τα κάγκελα και τέντωνε διάπλατα τα αυτάκια του. Ήταν πραγματικά σε αναβρασμό (ή, όπως συνήθιζε να λέει η αδερφή του, καθόταν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα)!Woofland - Ιστορίες για σκύλους - Με λένε Γκαστόν 15ο
Μόλις εμφανιζόταν το τζιπ από τη γωνία του δρόμου άρχιζε το πραγματικό γλέντι. Ο Γκαστόν χοροπηδούσε, γάβγιζε ξέφρενα, και κουνούσε την ουρά του. Όταν πια το αυτοκίνητο έμπαινε στο γκαράζ ο Γκαστόν κατέβαινε στην εξώπορτα και περίμενε με το κεφάλι ακουμπισμένο στα κάγκελα. Αναστέναζε, έκλαιγε και φώναξε παραπονεμένος τον μπαμπά του. Ο Γιάννης δεν κρατιόταν. Πάρκαρε βιαστικά και έτρεχε να τον συναντήσει. Και φυσικά πάντα είχε μια λιχουδιά στην τσάντα του για το μικρό του φιλαράκι! Όταν άνοιγε πια η εξώπορτα το κέφι φούντωνε για τα καλά. Ο Γκαστόν ανεβοκατέβαινε τις σκάλες, πηδούσε στα πόδια του μπαμπά προσπαθώντας να τον φιλήσει και χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές του! (τις περισσότερες φορές, μάλιστα, του έφευγαν και λίγα τσίσα, αλλά αυτό μεταξύ μας. Είναι αρκετά εύθικτος και αν μάθει ότι το ξέρουν ξένοι δε θα μου ξαναμιλήσει ποτέ!).
Ο μπαμπάς τρελαινόταν από τη χαρά του και προκαλούσε νέα κύματα παραληρήματος. Τον κυνηγούσε στη σκάλα, του ανακάτευε τα μαλλιά, τον έπαιρνε αγκαλιά και τον πετούσε ψηλά. Μιλάμε για τρέλα… Μέχρι ν’ ανέβει πάνω στο σπίτι ο Γκαστόν είχε ήδη ανεβοκατέβει τρεις με τέσσερις φορές. Ανέβαινε, πηδούσε πάνω στη γυάλινη πόρτα της κουζίνας και μετά ξαναγύριζε στον μπαμπά. Ήθελε να πει σε όλους το ευχάριστο νέο. Πραγματικά αν είχε ανθρώπινη λαλιά θα έλεγε «Έιιι παιδιά.. σηκωθείτε όλοι.. ήρθε ο μπαμπάς!! Ο μπαμπάς λέμε!!». Και δώσ’ του χτυπούσε την πόρτα και ξαναέφευγε. Όπως ήταν αναμενόμενο, κανένας δε συμμεριζόταν τον πανηγυριώτικο ενθουσιασμό του. Συνήθως εισέπραττε μια μεγαλειώδη παρατήρηση για το λερωμένο τζάμι της εξώπορτας ή αποδοκιμαστικά βλέμματα από τα αδέρφια του που εκείνη την ώρα έβλεπαν τηλεόραση και τους ενοχλούσε.
Όταν ο μπαμπάς έμπαινε στο σπίτι έβγαζε τα παπούτσια, άφηνε την τσάντα και τα υπόλοιπα πράγματά του και έπαιρνε το μικρούλη αγκαλιά. Ήταν η καλύτερη ώρα της μέρας. Μυρωδιά από νόστιμο φαγητό, τα παιδιά με τις φόρμες στον καναπέ, η μαμά στο σπίτι και ο Γκαστόν τρυφερούλης (σα διαφήμιση ακούγεται, ε; φυσικά η αλήθεια ήταν λίγο διαφορετική.. τα παιδιά ήταν με το ένα πόδι έξω αφού έβγαιναν κάθε βράδυ, η μαμά συνήθως μάλωνε μαζί τους και ο Γκαστόν ήταν τρυφερούλης μόνο για λίγο. Καθόταν για δευτερόλεπτα στην αγκαλιά του μπαμπά και μετά απαιτούσε να κατέβει και να σκεφτεί την επόμενη σκανταλιά του).
Μείνετε συντονισμένοι την επόμενη Παρασκευή ο Γκαστόν σε νέες περιπέτειες.
Ειρήνη Ι. Ζαννάκη

Διαβάστε εδώ την ιστορία του Γκαστόν από την αρχή