Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 21ο

Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 21ο

Εκείνο το πρωί στο σπίτι επικρατούσε μια ασυνήθιστη ηρεμία…
Όλοι έφυγαν σαν κυνηγημένοι για το πανεπιστήμιο και τις ασχολίες τους.

Οι γονείς ήθελαν να πάνε για κάποιες δουλειές στο κέντρο και μάλωναν στο δρόμο γιατί η μαμά ήθελε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο να πίνει το γαλλικό της καπνίζοντας στο παράθυρο της κουζίνας ενώ ο Γιάννης περίμενε βράζοντας στο αυτοκίνητο (ήθελε να φύγει νωρίς για να προλάβει την πρωινή κίνηση και η γυναίκα του τον καθυστερούσε αναίτια. Γυναίκες..). Ο Γιώργος είχε ξενυχτήσει και ήταν κακόκεφος γιατί είχε πονοκέφαλο και δεν μπορούσε να καλοξυπνήσει. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχε φορτωθεί και την αδερφή του που, όπως πάντα, είχε ξεχάσει κάτι με αποτέλεσμα να γυρίσει πίσω και να χάσει το λεωφορείο. Άρα έπρεπε να την κατεβάσει εκείνος στο πανεπιστήμιο. Φρίκη. Σε αντίθεση με τη μαμά της η Ειρήνη κατέβηκε τις σκάλες αγχωμένη και τρεχάτη με το φουλάρι της να ανεμίζει και πράγματα να της πέφτουν στο δρόμο. Σταμάτησε τουλάχιστον τέσσερις φορές για να μαζέψει τις απώλειες!
Μέσα στη βιασύνη και στον πανικό κανείς δεν είχε προσέξει ότι το μικρό Γκαστονάκι έλειπε μέσα από τα πόδια τους. Η αλήθεια είναι ότι για πρώτη (και μάλλον τελευταία φορά) τον είχαν ξεχάσει εντελώς. Και αυτός δεν εμφανίστηκε ποτέ…
Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όλα ξεκίνησαν από μια παρεξήγηση.. Το προηγούμενο βράδυ ο Γκαστόν άκουσε άθελά του κάτι που το παρερμήνευσε. Η μαμά Ελένη, εκνευρισμένη από την τσαπατσουλιά των παιδιών της τους είπε ότι είχε βαρεθεί και ότι θα τους πετούσε όλους έξω. Μαζί με το σκύλο. Φυσικά δεν το εννοούσε, όμως ήταν αργά. Ο Γκαστόν τα είχε ακούσει όλα. Πέρασε λοιπόν ένα άγρυπνο βράδυ προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα έκανε για να κερδίσει την εύνοια της μαμάς και να γλιτώσει το τομάρι του! Τον είχε πιάσει άγχος.. Τι θα γινόταν αν τον έδιωχναν από το σπίτι; Πώς θα επιβίωνε; Οι άλλοι γιατί δεν είχαν αγχωθεί όπως εκείνος; Έτσι πέρασε όλο το βράδυ σε μια αγωνία. Δεν κοιμήθηκε καθόλου. Πού και πού πήγαινε νυχοπατώντας στις πόρτες από τις κρεβατοκάμαρες και έβλεπε την οικογένειά του από μακριά. Δε θα τους ξαναέβλεπε ποτέ; Η καρδιά του είχε μαυρίσει.
Το πρωί αποφάσισε να μην ενοχλήσει κανέναν. Αν δεν εμφανιζόταν καθόλου, μπορεί και να τον ξεχνούσαν και να μην τον έδιωχναν. Όταν, μάλιστα, είδε και ότι δεν ερχόταν κανείς να του μιλήσει κατάλαβε ότι η καρέκλα του έτριζε για τα καλά. Δεν είχε κουράγιο ούτε να σηκωθεί από το κρεβατάκι του. Woofland - Ιστορίες για σκύλους - Με λένε Γκαστόν 21ο από: canstockphoto.gr
Κάποια στιγμή τα παιδιά επέστρεψαν. Βρήκαν τη γιαγιά πάνω από το Γκαστόν (που δεν είχε σηκωθεί ούτε για βόλτα κι ας είχε μεσημεριάσει). Του χάιδευε το κεφάλι και τον καλόπιανε. «Τι έχεις μικρέ μου; είσαι άρρωστος; Σήκω..». Κουβέντα ο Γκαστόν. Ακίνητος. Όλοι ήταν ανήσυχοι. Η γιαγιά βρήκε τη λύση.. «Πρέπει να είναι ματιασμένος!». Σηκώθηκε σαν αστραπή, πήγε στην κουζίνα και πήρε ένα φλιτζανάκι, έβαλε μέσα νερό και έριξε τρεις σταγόνες λάδι. Στάθηκε πάνω από τον Γκαστόν και κάτι του είπε στο αυτί. Τα παιδιά στέκονταν σε μια γωνία και την κορόιδευαν. «Τι λέει γιαγιά;; Ήταν ματιασμένος; Λες να τον μάτιαξε καμιά περαστική γάτα για τη λεβεντιά του;». Η γιαγιά δεν τους έδινε σημασία. Είχε συνηθίσει τα πειράγματα των εγγονιών της. Έβαλε λίγο νεράκι στο κεφάλι του Γκαστόν και έριξε το υπόλοιπο στο πιατάκι του. Άρχισε να χασμουριέται. «Τελικά ήσουν ματιασμένος πουλάκι μου. Φως φανάρι». Ο Γκαστόν φυσικά και πήρε τα πάνω του, όχι όμως επειδή ήταν ματιασμένος όπως είπε η γιαγιά.. αλλά επειδή κατάλαβε πόσο πολύ τον αγαπάνε όλοι. Ποτέ όμως δεν είπαν την αλήθεια στη γιαγιά. Και έτσι η ιστορία έμεινε στην οικογένεια ως ένα αστείο που το έλεγαν στα τραπέζια και τις μαζώξεις..
Την επόμενη Παρασκευή ο Γκαστόν σε νέες περιπέτειες!
Ειρήνη Ι. Ζαννάκη

Διαβάστε εδώ την ιστορία του Γκαστόν από την αρχή