Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 32ο

Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 32ο

Όταν ο Γκαστόν ερωτεύτηκε… μέρος 1ο

… έμεινε στο ίδιο σημείο ακίνητος και χάζευε τον ορίζοντα.. κοιτούσε στο άπειρο και περίμενε να ξαναφανεί η λευκή οπτασία.. Καμία τύχη όμως.. Η ώρα περνούσε και η ελπίδα εξανεμιζόταν. Το χαμογελαστό του πρόσωπο σκοτείνιασε. Μα τα χίλια καπνιστά χοιρομέρια θα έμενε εκεί μέχρι που να εμφανιστεί το κορίτσι του. Ήταν αποφασισμένος.

Στο μεταξύ το σπίτι συνέχιζε τους κανονικούς του ρυθμούς. Ήπιαν καφέ, έκαναν τις δουλειές τους και σιγά σιγά άρχισαν να ετοιμάζουν το βραδινό φαγητό. Όμως, ο Γκαστόν ήταν άφαντος. Η μαμά βγήκε να τον φωνάξει. Τίποτα όμως. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ. Ούτε η μαγική λέξη «φαί» δε στάθηκε ικανή να τον δελεάσει. Το τραπέζι στρώθηκε, όλοι έφαγαν, τα πιάτα μαζεύτηκαν αλλά ο Γκαστόν δεν εμφανίστηκε ποτέ. Το φαγητό του έμοιαζε να ζεσταίνεται επικίνδυνα στο πιάτο του. Συναγερμός σήμανε στην οικογένεια.
Ο μπαμπάς τον άρπαξε και τον πήρε επάνω. Είχαν αρχίσει να πλακώνουν κουνούπια και ήταν επικίνδυνο να μένει έξω. Όταν τον πήρε αγκαλιά ο Γκαστόν τσίνιζε. Που τον πήγαινε ανάθεμα; Δεν είχε καρδιά; Αφού είχε παντρευτεί τη μαμά, άρα είχε κι εκείνος ερωτευτεί. Τον κοίταξε στα μάτια λυπημένος. Η καρδιά του μπαμπά ράγισε. Μα τι είχε πάθει το κανίς;
Το φαγητό δεν τον συγκίνησε. Πέρασε από το πιάτο του αδιάφορα, το μύρισε και γύρισε την πλάτη του. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Στο μυαλό του παιζόταν σαν ταινία η γνωριμία του με τη λευκή του πουλάδα. Θυμόταν την αέρινη μορφή της, τη φινετσάτη περπατησιά της και το τσαχπίνικο κούνημα της ουρίτσας της. Αχ..Woofland - Ιστορίες για σκύλους - Με λένε Γκαστόν 32οΤο σπίτι δεν τον χωρούσε.. είχε γίνει μια φυλακή που τον κρατούσε μακριά από την αγαπημένη του.. Κι αν εκείνη την ώρα περνούσε και δεν ήταν εκεί; Στη σκέψη αυτή πανικός τον κατέβαλε. Φαρμακερά φίδια τον έζωσαν. Ε όχι! Καμία δύναμη δε θα τον εμπόδιζε να βγει. Πήγε στην πόρτα της κουζίνας και άρχισε να ξύνει διακριτικά το τζαμάκι. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ο μικρός νευρίασε. Έτσι είστε μάγκες; Καλά λοιπόν, όπως αγαπάτε μαστόρια. Δε σας έχω ανάγκη. Μπορώ και μόνος μου ν’ ανοίξω. Είχε δει πολλές φορές τους συγκατοίκους του (από το απόγευμα και μετά δεν ήθελε να είναι παιδάκι. Ήταν ένας πολύ μεγάλος σκύλος που είχε κορίτσι. Άρα αυτοί δεν ήταν οικογένειά του. Ήταν συγκάτοικοι. Δεν ήταν δα και κανένας βουτυρομπεμπές. Σπιτικό θ’ άνοιγε σε λίγο). Κοίταξε την πόρτα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να γυρίζει το μεταλλικό αντικείμενο στην τρύπα. Στάθηκε στα πίσω πόδια σαν ακροβάτης και μύρισε το κλειδί. Τίποτα. Άρχισε να το κουνάει με το ποδαράκι του. Κανένα αποτέλεσμα. Μα πώς το έκαναν αυτοί;
Είδε κι απόειδε και βγήκε στο μπαλκόνι όπου βρισκόταν η υπόλοιπη οικογένεια. Πφ.. ανάλγητοι κηφήνες. Κάθονταν σαν να μην τρέχει τίποτα και έτρωγαν παγωτό χαζολογώντας. Εμ βέβαια.. τι ανάγκη; Ο μπαμπάς και η μαμά είχαν ο ένας τον άλλο, ο αδερφός του είχε ένα τσούρμο κορίτσια που έτρεχαν από πίσω του και η αδερφή του ήταν απλά στον κόσμο της. Κι εκείνου η καρδούλα καιγόταν. Αναθεματισμένη ζωή που χωρίζεις τα ζευγάρια..
Κάθισε περίλυπος στην άκρη του μπαλκονιού και κοιτούσε το σημείο εκείνο που εξαφάνισε την αγαπημένη του. Που και που αναστέναζε βαλαντωμένος. Αχ και πάλι αχ… Η Ειρήνη τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Αυτό του έλειπε τώρα… Δεν του έφτανε ο πόνος του, θα του έκανε και κεφαλοκλείδωμα από πάνω. Όμως η αδερφή του (για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της) ήταν διακριτική. Κάθισε δίπλα του και πέρασε το χέρι της απαλά γύρω από τους ώμους του. Έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε: «Μικρέ μου.. δεν έχεις φάει τίποτα και τώρα είσαι αφηρημένος και αναστενάζεις.. μήπως είσαι ερωτευμένος;». Γύρισε και την κοίταξε λυπημένος. Γαύγισε ξεψυχισμένα… Βουφ…
Όλη η οικογένεια κοιτάχτηκε. Ξαφνικά το μυστικό του Γκαστόν ήταν πια κοινό. Η Ειρήνη έμεινε κοντά του και του χάιδευε απαλά τα μαλλάκια. Ο αδερφός του έφυγε σκασμένος από τα γέλια. Οι γονείς απλά αναστέναξαν. Άλλο ένα παιδί τους περνούσε εφηβεία…
Ειρήνη Ι. Ζαννάκη

Διαβάστε εδώ την ιστορία του Γκαστόν από την αρχή