O Γκαστόν και η γειτόνισσα γάτα – Ιστορίες για σκύλους 76

O Γκαστόν και η γειτόνισσα γάτα – Ιστορίες για σκύλους 76

Την ώρα που βγήκε για τη βρώμικη δουλειά, άκουσε ένα μισητό θόρυβο.. ήταν ένα θρασύτατο και απαίσιο νιαούρισμα… σάμπως και κάποιος να τον περιέπαιζε..

Γύρισε το κεφάλι του και την είδε.. ήταν άσπρη με κανελί σχέδια στο τρίχωμά της.. είχε το βλέμμα του υπερόπτη. Ξέρετε τώρα.. αυτό που έχουν όλες οι γάτες του κόσμου τούτου. Το λίγο μπλαζέ, λίγο απόμακρο, λίγο δε σε έχω καμία ανάγκη (αλλά ταυτόχρονα σε ξεζουμίζω κάθε μέρα για τις γατοτροφές μου και τα λούσα μου.. και φυσικά δεν κυνηγάω κανένα ποντίκι, γιατί είμαι αρχόντισσα).

Η «κυρία» καθόταν στο διαχωριστικό ανάμεσα στα δυο σπίτια, το δικό τους και της θείας του. Της δικής ΤΟΥ θείας. Ένιωσε το θυμό να του ανεβάζει την πίεση. Αν ήταν εδώ η γιαγιά θα της ζητούσε ένα από αυτά τα χαπάκια που της έδωσε ο γιατρός. Ή ένα υπογλώσσιο από αυτά που λένε οι μεγάλοι ότι έχουν πάντα στην τσέπη τους , «γιατί είμαστε και σε κρίσιμη ηλικία, βρε αδερφέ».

Αυτό όμως που τον έστελνε για τακούνια ήταν η απάθειά της. Καθόταν ήρεμη, σαν να ήταν βασίλισσα και τον κοίταζε μέσα στα μάτια, κάνοντας με την ουρά της ανόητα σχέδια στον αέρα. Θα ήθελε να μπορούσε να την αρπάξει και την φέρει δύο σβούρες την ανόητη.

«Καλημέρα, κανίς.. πώς πάν τα κέφια, μικρέ χαραμοφάη; Υπηρέτη των ανθρώπων; Τι καραγκιοζιλίκι θα κάνεις σήμερα για να κερδίσεις το ψωμί σου;», του είπε μακρόσυρτα, τονίζοντας επίτηδες μια μια τις συλλαβές, προκειμένου να δώσει έμφαση στις προσβολές της.

Μα τα χίλια φουντωτά κανίς, το θράσος περίσσευε. Αυτό ήταν άνω ποταμών. Δε φτάνει που τριγύριζε στα χωράφια του, που έμπαινε στα παρτέρια και αλώνιζε, που του χαλούσε την αισθητική με την ύπουλη φυσιογνωμία της.. είχε τα μούτρα να του μιλάει κιόλας.

«Άσε με κυρά μου πρωί πρωί.. ο κόσμος λέει και μια καλημέρα πρώτα. Αλλά πού να μάθεις τρόπους και ανθρωπιά εσύ ύπουλο πλάσμα».

Η γάτα τον κοίταξε αφ’ υψηλού. Είχε έναν αέρα η άτιμη… Το δίχως άλλο ήξερε κάτι που εκείνος μάλλον αγνοούσε. Ας ήταν ό,τι ήθελε. Δεν ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα. Ο πέλεκυς θα έπεφτε βαρύς..

Στο μυαλό του τριγύριζε η σκέψη να την αρπάξει από την ουρά και να τη φέρει δυο σβούρες, να της κάνει αποτρίχωση με το μηχάνημα της αδερφής του, να της ρίξει καυτερή μουστάρδα στη γατοτροφή της, να εξαφανίσει τα ποντίκια όλου του κόσμου για να της χαλάσει τη διασκέδαση. Ονειρευόταν έναν κόσμο δίχως γάτες.

(τελικά μάλλον έπρεπε να σαμποτάρει το σωματείο που σε ώρα ανάγκης είχαν ιδρύσει με το διακριτικό – και συνάμα υποκριτικό – όνομα «Γάτες και σκύλοι είμαστε όλοι φίλοι» με δράση εναντίον των ανθρώπων). Έτοιμος ήταν να κάνει το σάλτο προς το φράχτη και να γίνει της τρελής, όμως κάτι του έκοψε τη φόρα.

 

Ήταν ο νέος τους γείτονας, ο Βασίλης.

O Γκαστόν και η γειτόνισσα γάτα - Ιστορίες για σκύλους 76

«Βλέπω γνωριστήκατε ήδη. Τι ωραία.. κι εγώ νόμιζα ότι θα είχαμε προβλήματα, όμως εσείς είστε άψογοι. Γκαστόν, από δω η γάτα μας η Μπουμπού. Μπουμπού, αυτός είναι ο Γκαστόν. Σίγουρα θα γίνετε οι καλύτεροι φίλοι».

Τι είπε ο μάστορας; Αυτή ήταν η γάτα του; Δηλαδή από εδώ και στο εξής, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, βρέξει χιονίσει, η κυρία θα μπαινόβγαινε στον κήπο του; Και μάλιστα με τον αέρα του ιδιοκτήτη; Μάλλον ήταν η ώρα να μετακομίσουν. Η γειτονιά δεν τους χωρούσε και τους δυο. Θα καθάριζε τη μπουγάδα σύντομα..

Μα πού ήταν κι αυτός ο Πικάσο;

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη