O Γκαστόν περιμένει το Δαλματίας – Ιστορίες για σκύλους 77

O Γκαστόν περιμένει το Δαλματίας – Ιστορίες για σκύλους 77

Μέχρι να επιστρέψει ο Πικάσο, το κανίς καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Μα τα χίλια κόκκινα λουράκια, γιατί αργούσε τόσο πολύ; Στη Δαλματία είχε πάει; (σε αυτό κρυφογέλασε μόνος του.. μα τα εκατόν ένα σκυλιά Δαλματίας όταν ήθελε είχε πολύ χιούμορ ο άτιμος.

Να θυμηθεί να πει το αστείο αυτό στη βραδιά πόκερ που οργάνωνε το κόκερ κάθε δεύτερη Πέμπτη που τα αφεντικά του πήγαιναν κινηματογράφο).

Το βράδυ, όμως, ήξερε ότι θα έπαιρνε τηλέφωνο η γειτόνισσα (η μαμά του Δαλματίας) για να ρωτήσει τη δική του μαμά αν είχε έρθει κανένας λογαριασμός και αν είχαν ποτίσει τα λουλούδια της. Να δεις χαρές που θα έκανε μόλις μάθαινε ότι η γάτα, αυτός ο εισβολέας στην ήσυχη γειτονιά τους, είχε μπει στο παρτέρι της και τα είχε κάνει όλα γης μαδιάμ. Βρε δεν έμεινε μήτε πανσές. Άσε που είχε κάνει και τη βρώμικη δουλειά μέσα. Η Μπουμπού μετρούσε ώρες.

Όμως, όχι. Δε θα έπεφτε στο επίπεδο να γίνει χαφιές. Θα περίμενε ν’ αποκαλυφθούν όλα στην ώρα τους. Εκείνος ήταν ένα υπερήφανο πουντλ και όχι καμιά νυφίτσα. Θα φερόταν με λεβεντιά και ντομπροσύνη. Ήταν ζήτημα χρόνου οι μαμάδες ν’ ανακαλύψουν μόνες τους τη δράση της Μπουμπούς και να βγουν στη φόρα τα μεγάλα μαχαίρια.

Για να μην τον πάρουν πρέφα κάθισε διακριτικά κοντά στο γραφείο που ήταν το τηλέφωνο. Ξάπλωσε φαρδύς πλατύς πάνω στο σκουρόχρωμο χαλί κι έγινε ένα με τα σχέδιά του. Ήταν σχεδόν αόρατος. Woofland - O Γκαστόν περιμένει το Δαλματίας - Ιστορίες για σκύλους 77

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο προσπάθησε να μην αναπνέει καν. Δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή. Τέντωσε διακριτικά το αυτί του μήπως και πάρει καμιά πληροφορία. Έλα όμως που αυτές ήταν φλύαρες. Κόντεψε να τον πάρει ο ύπνος περιμένοντας. Άντε, χρυσή μου. Όλο μέλι μέλι κι από τηγανίτα τίποτα.. Μπείτε στο ψητό, κυρίες μου. ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙ Ο ΠΙΚΑΣΟ; Εδώ καιγόταν το πελεκούδι κι αυτές μιλούσαν για ένα μαγιό στο ζάρα. Και τι είναι πάλι αυτό το ζάρα; Είναι όπως οι ζάρες που έχουν τα σαρπέι; Δεν καταλαβαίνε γρι. Απλά περίμενε.

Εκεί που πήγαινε να χάσει τις ελπίδες του, άκουσε τη μαγική φράση «α, μεθαύριο έρχεστε; Τέλεια. Θα πιούμε και καφέ να σου πω τα νέα..». Και η χαριστική βολή: «δε σου είπα και τα νέα.. ο καινούριος μας γείτονας έφερε γάτα. Ναι, γάτα. Αλωνίζει σαν κυρία στις αυλές. Θα τα πούμε από κοντά».

Ώστε ούτε η μαμά ήταν πολύ ευχαριστημένη με αυτή τη συγκατοίκηση.. άρα και η γειτόνισσα θα είχε τα θεματάκια της με τη γάτα. Χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του και άφησε τον υπνάκο να τον πάρει πάνω στο καλοκαιρινό χαλάκι της μαμάς. Ήταν χαρούμενος. Ο γατόπαρδος ήταν ανεπιθύμητος.

Ένα χαμόγελο ευτυχίας απλώθηκε στο μουτράκι του. Δεν τον ενόχλησε καν η τσιριχτή και συνάμα αντιπαθητική φωνή της αδερφής του «Μαμά.. χαμογελάει» ούτε και η χοντροκοπιά του μπαμπά που μπαστακώθηκε πάνω από το κεφάλι του. «Γιατί γελάς αγόρι μου.. μήπως βλέπεις στον ύπνο σου ότι κυνηγάς γατούλες;». Έννοια σας, τραχανοπλαγιές. Σε λίγο θα το έβλεπε στον ξύπνιο του. Και πολύ σύντομα μάλιστα.

Μια μέρα και σήμερα για την επιστροφή του Δαλματίας…

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη