Σκύλος και φιλία – Ιστορίες για σκύλους Γκαστόν 47

Σκύλος και φιλία – Ιστορίες για σκύλους Γκαστόν 47

Κανίς και λυκόσκυλο σημειώσατε x!!!!

Ο Φιντέλ, το θρυλικό λυκόσκυλο, έμενε δυο σπίτια παραπάνω. Είχε μια τεράστια αυλή και έτρεχε όλη μέρα. Κάθε πρωί και κάθε απόγευμα έβγαινε βόλτα και πήγαινε με τον μπαμπά του για τρέξιμο στο δάσος. Ο Γκαστόν είχε συγχρονιστεί με τα ωράρια των γειτόνων και γνώριζε την κάθε τους κίνηση.

Όταν αφουγκραζόταν το λυκόσκυλο να κατεβαίνει, έπαιρνε θέση μάχης. Στην αρχή κρυβόταν πίσω από μια φυλλωσιά για να μη γίνει αντιληπτός. Ήταν σωστός κομάντο ο άτιμος. Έμπαινε πίσω από τα πυκνά φύλλα και μόνο τα μάτια του ξεχώριζαν. Καθόταν και περίμενε ακίνητος. Κανίς να σου πετύχει! Αυτός ήταν διάολος! Μα τα χίλια παϊδάκια αυτή η παρακολούθηση του έφτιαχνε το κέφι.

Το λυκόσκυλο ξεκινούσε τη βόλτα του με καρδιοχτύπι. Ακόμα περισσότερο από το τρέξιμο στο δάσος και τα ξερά φύλλα που έκαναν κρατς κάτω από τα πόδια του, του έφτιαχνε το κέφι ο καβγάς με το κανίς των γειτόνων. Αυτός ο πιτσιρικάς μπορεί να φαινόταν φλώρος με τα τσουλούφια του ν’ ανεμίζουν, όμως είχε καρδιά. Το γάβγισμά του αναστάτωνε όλη τη γειτονιά. Είχε κότσια το συντρόφι.

Με το που προσέγγιζε τη γνωστή μεζονέτα, άρχιζε το καρδιοχτύπι του Γκαστόν. Καθόταν στα κάρβουνα, όμως έμενε ακίνητος. Στεκόταν σαν άγαλμα και δεν ακουγόταν ούτε η ανάσα του. Ο Φιντέλ πλησίαζε στην καγκελόπορτα, σήκωνε το πόδι και άφηνε το υγρό του σημάδι, γεμίζοντας τον τόπο. Στη φάση εκείνη ο Γκαστόν πεταγόταν σαν σαΐτα μέσα από τα φύλλα και έκανε την αιφνιδιαστική του επίθεση. Το γάβγισμά του ακουγόταν στερεοφωνικά. Τα δυο σκυλιά αντάλλασσαν βαριές κουβέντες και, αν δεν ήταν η καγκελόπορτα να τους χωρίζει, το δίχως άλλο θα ερχόντουσαν στα χέρια. Ο μπαμπάς του Φιντέλ τον άρπαζε από το λουρί, ο Γκαστόν τις έτρωγε με την παντόφλα (αφού άφηνε κι αυτός με τη σειρά του το σημάδι του) και η βόλτα τελείωνε άδοξα για όλους.

Μια μέρα ο μπαμπάς κάθισε μαζί με τον Γκαστόν για να τσεκάρει την κατάσταση. Το κακό είχε παραγίνει. Η καγκελόπορτα είχε αρχίσει να σαπίζει. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα. Το ίδιο εκνευρισμένος φαινόταν και ο μπαμπάς του Φιντέλ που είχε βαρεθεί τους σκυλοκαβγάδες. Ο Γκαστόν καθόταν σαν τη βρεγμένη γάτα και παρακαλούσε να μην τον προκαλέσει το λυκόσκυλο, γιατί ήταν υποχρεωμένος ν’ ανταποκριθεί και τα ξεμπερδέματα θα ήταν άσχημα. Πολλά ράμματα υπήρχαν για τη γούνα του. Την ώρα που κατηφόριζε ο Φιντέλ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν είδε το γείτονα στην πόρτα πήρε γραμμή την κατάσταση κι έκανε το ψόφιο κοριό. Μπορεί να βρισκόταν σε βεντέτα με το κανίς, όμως πάνω από όλα ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ τους. Δε θα έδιναν δικαιώματα και στους ανθρώπους τώρα. Αυτό τους έλειπε δα! Πέρασε σαν κύριος μπροστά από τη μεζονέτα και δεν ακούστηκε κιχ. Οι δυο γείτονες χαιρετήθηκαν έκπληκτοι και ανακουφισμένοι. Μάλιστα, οι δυο σκύλοι εισέπραξαν από μια επιβράβευση. Ήταν όντως καλά παιδιά!

Ο Φιντέλ έκλεισε από μακριά το μάτι στο κανίς και ανανέωσαν το ραντεβού τους για καλύτερες μέρες! Ελλάς – Γαλλία συμμαχία, δηλαδή. Και έτσι ο Φιντέλ κέρδισε την αιώνια συμπάθεια του Γκαστόν.. Μα τις χίλιες μπριζόλες μια καινούρια φιλία είχε γεννηθεί στη γειτονία…

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη