Σκύλος και φθινόπωρο – Ιστορίες για σκύλους – Γκαστόν 45

Σκύλος και φθινόπωρο – Ιστορίες για σκύλους – Γκαστόν 45

Σε αυτή τη ζωή τα πάντα έχουν μια συνέχεια και το ένα φέρνει το άλλο. Έτσι, μετά τις διακοπές ήρθε η ώρα του σχολείου. Ένα ωραίο πρωινό ο Γκαστόν είδε τα αδέρφια του να φεύγουν από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Άκουσε τη λέξη «μάθημα» και μετά «πανεπιστήμιο».

Μάλλον το μάθημα δεν ήταν κάτι καλό γιατί η Ειρήνη είχε κατεβάσει μούτρα μέχρι το πάτωμα και ο Γιώργος δε μιλούσε σε άνθρωπο. Στην εξώπορτα μάλωσαν και μεταξύ τους για την τελευταία μπάρα δημητριακών. Πφ.. χαραμοφάηδες.. Δεν κοιτούσαν τα χάλια τους που κουτουλούσαν από τη νύστα.. οι μπάρες τους μάραναν. Και στο κάτω κάτω, αφού ήταν η τελευταία έπρεπε να τη δώσουν σ’ εκείνον που ήταν και ο μικρότερος. Το καλό ήταν ότι έφυγαν. Το σπίτι έμεινε άδειο και είχε όλους τους καναπέδες δικούς του. Μεγαλείο και καλοπέραση για το μικρό κανίς.

Η μέρα πέρασε τεμπέλικα με πολύ ύπνο, φαγητό και ησυχία. Κανένας δεν τόλμησε να του χαλάσει την ξεκούρασή του. Ούτε φιλιά, ούτε σαχλές αγκαλιές, ούτε φασαρία. Το κανίς ήταν και επισήμως ο βασιλιάς του σπιτιού. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες ημέρες. Δυστυχώς, μαζί με τους μεγάλους είχαν εξαφανιστεί και οι μικρές. Εκείνες πήγαιναν κάθε πρωί στο σχολείο. Ούτε το σχολείο πρέπει να ήταν διασκεδαστικό, γιατί τα κλάματά τους ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά. Άσε που ο θείος του πατούσε την κόρνα πολλές φορές μέχρι να του κάνουν την τιμή να βγουν από το σπίτι και να μπουν στο αυτοκίνητο. Μάλλον προτιμούσαν το παιχνίδι. Woofland - Σκύλος και φθινόπωρο - Ιστορίες για σκύλους - Γκαστόν 45

Όμως, τελικά αυτή η μοναξιά δεν άρεσε στο ιδιόρρυθμο αλλά κατά βάθος κοινωνικό κανίς. Πολύ σύντομα επιθύμησε την παρέα, ακόμα και τις εξοντωτικές αγκαλιές της αδερφής του. Οι ώρες δεν περνούσαν χωρίς λίγη συντροφιά, λίγο παιχνίδι βρε αδερφέ. Έγινε ανόρεχτος. Περίμενε την ώρα που θα γυρνούσαν όλοι για να γελάσει το μουτράκι του. Όλοι κατάλαβαν την αλλαγή στη στάση του, ειδικά λίγο πριν φύγουν το πρωί. «Ρε συ Γκαστόν τόσο κορόιδο είσαι; Έχεις τη δυνατότητα να κοιμάσαι όλη μέρα και κάθεσαι και κλαις σαν κορίτσι;» του έλεγε με πραγματική ζήλεια για το κανίς που θα περνούσε τη μέρα αραχτός στον καναπέ. Όμως, ο Γκαστόν δεν καταλάβαινε το προνόμιό του και το μόνο που ζητούσε ήταν η παρέα. Γι’ αυτό και κάθε φορά που έκλεινε η πόρτα άρχιζε να κλαίει. Αχ βρε Γκαστονάκι.. τι σου έκανε το σχολείο.. κι ας μην είχες διάβασμα!

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη

Με λένε Γκαστόν