Κανίς Χιονάτη έχετε δει;
Μετά την επεισοδιακή Πρωτοχρονιά που έκανε ένα κοτζάμ κανίς να τρέμει σαν κομπρεσέρ (και να χάσει κάποια τσίσα επάνω στο ολοκαίνουριο φορμάκι του) λόγω των βεγγαλικών και των βαρελότων, ο Γκαστόν έζησε άλλη μια έκπληξη. Ήταν κρύα και λευκή.. και την ονόμαζαν χιόνι..
Εκείνες τις μέρες έκανε πάρα πολύ κρύο. Πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ κρύο. Μα τις χίλιες τραγανές σκυλολιχουδιές, αν δεν ήταν ένα υπερήφανο πουντλ, το κανίς θα έδινε τα πάντα για να γίνει αρκούδα. Τι ανάγκη είχαν αυτές.. όχι μόνο είχαν ένα εξαιρετικό τρίχωμα αλλά έπεφταν και σε χειμερία νάρκη και είχαν το κεφάλι τους ήσυχο. Εκείνον το φουκαρά τον είχαν κουρέψει και του φορούσαν και ένα χαζοχαρούμενο ρουχάκι (το οποίο εκτίμησε ιδιαίτερα με το κρύο αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί για να μην παίρνουν θάρρος μερικοί μερικοί).
Πλέον οι βόλτες και τα πολλά σούρτα φέρτα είχαν κοπεί. Ακόμα και ο Ρουμάνος Πικάσο που ήταν συνηθισμένος στο ψοφόκρυο (και λόγω καταγωγής αλλά και επειδή οι γονείς του τον έπαιρναν μαζί τους στο σκι) είχε θρονιαστεί μπροστά στο τζάκι και ζέσταινε το πουαντιγιέ τομάρι του. Κύριος. Το ίδιο έκανε και ο Γκαστόν. Άλλωστε, οι πειρασμοί δεν ήταν πολλοί. Οι μισητές γάτες είχαν λουφάξει και το μόνο του άναβε τα αίματα ήταν κάποια πουλιά που η αδερφή του τάιζε στοργικά, αφήνοντας μπισκότα και ψίχουλα στα παρτέρια. Μπισκότο για μπισκότο δεν είχε αφήσει στα ντουλάπια η ανόητη. Αφού στην πιάτσα είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι στο σπίτι του κανίς λειτουργεί εστιατόριο για άπορα σπουργίτια. Υπό άλλες συνθήκες ο Γκαστόν θα έδιωχνε τους παράνομους εισβολείς (αφού ήταν ένας σκύλος κυρίαρχος), όμως το τσουχτερό κρύο και οι ενοχές του τον έκαναν να συμπονέσει τελικά τα φτερωτά φιλαράκια.
Την Τρίτη μέρα έγινε κάτι που τον άφησε με το στόμα ανοιχτό. Το κρύο συνέχιζε. Όλοι έλεγαν ότι «έπεφταν μύτες». Δεν πολυκατάλαβε, όμως πού και πού πήγαινε στον καθρέφτη για να τσεκάρει το μουσουδάκι του. Έτσι, για καλό και για κακό βρε αδερφέ..
Όλη η οικογένεια καθόταν στο παράθυρο και χάζευαν σαν απολιθωμένοι. Τι χαφτανάδες, Θεέ των σκύλων. Από τον ουρανό έπεφταν βαμβάκια. Δεν ήξερε ποιος το έκανε, όμως σίγουρα την είχε για τα καλά βαμμένη. Αυτός μια φορά τόλμησε να ανοίξει ένα μαξιλάρι και να σκορπίσει το βαμβάκι και η εφημερίδα τον καταδιώκει ακόμα στους εφιάλτες του. Μέχρι το μεσημέρι όλα έγιναν κάτασπρα. Μα ήταν .. όμορφα!! Του είπαν ότι αυτό είναι χιόνι..
Φυσικά ζήτησε να βγει. Όταν ακούμπησε με το πατουσάκι του αρχικά ανατρίχιασε. Ξαναπάτησε. Αυτή τη φορά το ποδαράκι βούλιαξε. Μα τις χίλιες κανισονεράιδες!! Αυτό ήταν αφράτο και μαλακό. Λίγο πιο κάτω, το βαμβακένιο στρώμα του χιονιού ήταν πιο πυκνό. Του έφτανε μέχρι την κοιλιά. Μα ήταν τόσο διασκεδαστικό!! Σαν λούνα παρκ!! Ε, ρε γλέντια!!
Άρχισε να χοροπηδά σαν τρελός!! Ήταν μαλακό κι αφράτο!! Δοκίμασε να κάνει τσίσα. Μα αυτό ήταν φανταστικό! Μπορούσε ν’ αφήσει το σημάδι του όπως ο Ζορρό. Καμία γάτα ή όποιο άλλο παράσιτο δε θα τολμούσε να πλησιάσει. Μα τα χίλια χιονισμένα λουράκια το χιόνι ήταν σούπερ.
Πίσω από ένα βουνό χιονιού είδε κάποια μαύρα στίγματα. Δεν έκανε λάθος. Ήταν ο Πικάσο, το πιο αγαπημένο από τα 101 σκυλιά της Δαλματίας.
– Γειά, φίλε..
– Γεια και σε σένα μικρό πουντλ
– Είδες; Είναι χιόνι. Χιό νι.. όπως λέμε χιόνι!
– Το ξέρω, φίλε. Και σε λίγο θα γίνει πάγος. Πά γος. Όπως λέμε πάγος. Γι’ αυτό μην ξανοίγεσαι
– Μπορώ όμως να το χαρώ λίγο ακόμα, έτσι δεν είναι; Είπε ο Γκαστόν και άρχισε να κυλιέται στο χιόνι
…Άλλος ένας που την πάτησε… αναστέναξε το σοφό Δαλματίας. Από δω και πέρα θα τον φώναζε Χιονάτη..
– Γκαστόν, μου κάνεις μια χάρη;
– Ναι, φίλε…
– Μπορείς να τινάξεις το χιόνι από πάνω σου; Μοιάζεις με κατεψυγμένο κουραμπιέ…
Ειρήνη Ι. Ζαννάκη