Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 17ο

Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 17ο

Και τώρα η συνέχεια..
Όταν η πόρτα έκλεισε και το κλειδί γύρισε δυο φορές, ο Γκαστόν ξάπλωσε για πέντε μετρημένα λεπτά. Ήταν ο χρόνος ασφαλείας που είχε υπολογισμένο. Πάντα κάποιος κάτι ξεχνούσε και ξαναγύριζε φουριόζος να το πάρει.

Πότε τσιγάρα, πότε ένα τηλέφωνο.. Μια φορά η ξεχασιάρα αδερφή του έφυγε με τις παντόφλες και ξαναγύρισε τρέχοντας για να φορέσει τα παπούτσια! Αυτό όμως γινόταν στα πέντε πρώτα λεπτά. Μετά ο κίνδυνος περνούσε. Για να είναι απολύτως σίγουρος άφησε να περάσουν δέκα λεπτά. Ήταν ξαπλωμένος στο χαλί εντελώς ακίνητος. Έκανε πως κοιμάται. Όποιος και να έμπαινε εκείνη τη στιγμή θα έβλεπε απλά ένα αθώο σκυλάκι να κοιμάται βαθιά.. κανείς δε θα μπορούσε να τον υποψιαστεί..
Κάτω όμως από αυτή τη φαινομενική ηρεμία ο Γκαστόν έβραζε. Αυτό το ποντίκι του είχε μπει στο ρουθούνι και ήταν η ώρα να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους. Ο ποντικός θα έβλεπε ποιος ήταν το αφεντικό στο σπίτι. Πού και πού του έριχνε πλάγιες κλεφτές ματιές. Καμιά κίνηση. Ούτε βλέφαρο δεν ανοιγόκλεινε. «Αυτό θα πει μπλοφάρισμα. Μώρε μπράβο.. Βρε λες να είναι πράκτορας των γάτων; Αλλά πάλι ποντικός πράκτορας γάτων ήταν λίγο απίθανο.. Ας ήταν ό,τι ήθελε».
Όταν πέρασαν τα δέκα λεπτά και στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ο Γκαστόν αποφάσισε να κάνει την επίθεσή του. Με βήματα αργά και σταθερά πλησίασε τον καναπέ. Το βλέμμα του ήταν μοχθηρό. Πλησίασε τον καναπέ όπου ήταν θρονιασμένη σα βασίλισσα η ποντικίνα. «Πφφφ.. χαράς στα μούτρα..». Εκείνον δεν τον άφηναν να κάθεται στον καναπέ. Πήρε φόρα και πήδηξε στην απαγορευμένη περιοχή. Ήξερε ότι πλέον δεν υπήρχε γυρισμός. Είχε ήδη κατρακυλήσει στο σκοτεινό μονοπάτι της παρανομίας.. Σύρθηκε σχεδόν σαν ερπετό δίπλα στο ποντίκι. Καμία αντίδραση. Άρχισε να το μυρίζει. Του φάνηκε περίεργο.. δεν υπήρχε καμία γνώριμη μυρωδιά επάνω στο ποντίκι. «Μα τι πλάσμα είναι αυτό επιτέλους;». Θυμήθηκε το χαμόγελο στο βλέμμα του μπαμπά και την κοροϊδία που δέχτηκε. Έβαλε τα πόδια του πάνω στο ποντίκι και άρχισε να το δαγκώνει. Όμως ήταν πολύ μεγάλο κι εκείνος πιτσιρίκι. Το μόνο που κατάφερε μετά από μεγάλο αγώνα ήταν να βγάλει το γιλέκο της κούκλας και το φιόγκο που είχε γύρω από το λαιμό της. Έριξε την «κυρία» από το θρόνο της και την ποδοπάτησε. Αυτά παθαίνει όποιος τα βάζει με τον Γκαστόν. Ύψωσε την ουρά του και έφυγε θριαμβευτής από το χώρο του μακελειού.
Όταν επέστρεψαν όλοι στο σπίτι επικρατούσε μια περίεργη ηρεμία. Woofland - Ιστορίες για σκύλους - Με λένε Γκαστόν 17οΟ Γκαστόν άφαντος.. δεν ήρθε καν στην πόρτα να τους προϋπαντήσει όπως συνήθως. Όταν άναψαν το φως είδαν το ριχτάρι του καναπέ τσαλακωμένο και τα μαξιλάρια πεταμένα κάτω. Το ποντίκι ήταν αναποδογυρισμένο στην άλλη άκρη του τραπεζιού και μισοντυμένο. Φυσικά όλοι κατάλαβαν. Άρχισαν να ψάχνουν το μικρό παραβάτη. Τον βρήκαν κουλουριασμένο πάνω στο μεγάλο κρεβάτι. Δεν κουνούσε ούτε το αυτί του. Η Ειρήνη τον πλησίασε. Οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους. «Βρε αλητάκι γιατί ξέντυσες το ποντίκι; Γιατί το πέταξες κάτω; Τι σου έκανε;». Η σουπιά έκανε τον κινέζο. Μετά από λίγο σηκώθηκε σαν τη βρεγμένη γάτα και πήγε στα πόδια του μπαμπά. Όλοι γέλασαν, ακόμη και το Γκαστονάκι. Το ποντίκι ντύθηκε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά πήγε στο δωμάτιο της Ειρήνης σε ένα ψηλό μέρος (για καλό και για κακό). Και από εκείνη τη μέρα και μετά ο Γκαστόν έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο ζηλιαρόγατος»..

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη

Μείνετε συντονισμένοι την επόμενη Παρασκευή η συνέχεια της ιστορίας του «ζηλιαρόγατου»

Διαβάστε εδώ την ιστορία του Γκαστόν από την αρχή