Ο Γκαστόν στο συμβούλιο των σκύλων – Ιστορίες για σκύλους 81

Ο Γκαστόν στο συμβούλιο των σκύλων – Ιστορίες για σκύλους 81

Και το λόγο έχει ο…

ΓΟΥΦ!!

Το κανίς χρειάστηκε λίγο χρόνο για ν’ αφομοιώσει την πηροφορία. Δηλαδή δεν ήθελαν όλοι να φύγει η Μπουμπού από τη γειτονιά;

Υπήρχαν και ψήφοι αρνητικές, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο ώστε να μαλώσουν; Μα αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν ανάμεσα τους προδότες.. .. σκύλοι που δεν τιμούσαν το λουράκι που φορούσαν..

Τους κοίταξε όλους έναν προς έναν.. ερευνητικά. Όλοι του φαινόντουσαν ύποπτοι. Από τα μάτια μέχρι την τελευταία τρίχα της ουράς τους. Σαν να έκρυβαν κάτι. Το βλέμμα του στάθηκε στο κόκερ. Αυτός ήταν φίλος της γάτας. Έπινε μαζί της τσάγια και φλυαρούσαν ανόητα κάθε απόγευμα. Ήταν ο πρώτος ύποπτος. Τώρα καθόταν δήθεν αμέριμνος και κυνηγούσε μια περαστική πεταλούδα. Έμοιαζε τόσο αθώος, όμως το δίχως άλλο αυτός είχε δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στη γάτα. Μετά το κόκερ, ο Γκαστόν εστίασε στο μαλτεζάκι της γωνίας. Χαμογελαστό και κεφάτο. Πάντα ανοιχτόκαρδο. Φυσικά και είχε δώσει θετική ψήφο. Άλλωστε και το ίδιο γατοέφερνε στο σουλούπι. Προδότης. Για το λαμπραντόρ δεν το συζητούσε καν. Ήταν καλοσυνάτο και χαζοχαρούμενο. Αυτός αγαπούσε ακόμα και τις κατσαρίδες, που λέει ο λόγος. Έπαθε την κακιά αρρώστια (καλαζάρ) γιατί ήθελε να φιλήσει ένα κουνούπι. Μα τα χίλια κόκκινα λουράκια αυτοί δεν ήταν σκύλοι. Αυτοί ήταν φίδια φαρμακερά στον κόρφο του.

Και μετά .. μια όαση μπροστά στα κανισένια ματάκια του. Το λυκόσκυλο, ο Ρεξ. Αυτό το συντροφάκι στις σκανδαλιές και πραγματικός φίλος. Ακόμα και στο άκουσμα της λέξης «γάτα» παραληρούσε. Δεν ήθελε να τις βλέπει ούτε ζωγραφιστές. Αυτός ήταν δικός του άνθρωπος και σίγουρα είχε ψηφίσει αντρίκια. Ο δε Ρόκι, κανίς από τα λίγα, δεν έκανε καν τον κόπο να κρυφτεί, καταστρατηγώντας την έννοια της «μυστικής ψήφου». Μόλις είδε τον Γκαστόν, έκανε το δεξί του ποδαράκι γροθιά και χτύπησε το στήθος στο μέρος της καρδιάς. Έπειτα, το σήκωσε ψηλά γροθιά με συναδερφική αλληλεγγύη σκύλων.

Το κανίς συνέχισε να προχωρά κατά μήκος της αλάνας. Ήθελε να φτάσει στο βήμα με στόχο να ζητήσει επανάληψη της ψηφοφορίας. Άκουσε ένα ψιθυριστό σχόλιο και το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. «Κοίτα τον πώς πάει. Κορδωμένος σαν λόρδος. Το παπιγιόν τον μάρανε (για κακή του τύχη δεν το είχε βγάλει και τώρα θα έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες της επιλογής του) τον ξεπεσμένο λόρδο. Μέχρι χθες έζεχνε φασολάδα.. Και τώρα ήρθε φορτσάτος για καβγά. Μωρέ καλύτερα να μην ερχόταν καθόλου. Ο τραμπούκος. Ο διώκτης αθώων γάτων. Ο χαφιές των ανθρώπων».

Στο άκουσμα αυτών των λόγων οι τρίχες του σηκώθηκαν κάγκελο. Έμοιαζε με σκαντζόχοιρο. Γύρισε το κεφάλι του και είδε την Πεπεράν, ένα μικρό μπουλντογκάκι να μιλάει με το κόκερ. Τον κοίταξε προκλητικά.

          Τι είπες, κυρά μου; Άκουσα καλά ή μήπως με γελούν τ’ αυτιά μου;

          Κυρά να πεις τη φίλη σου τη Νταίζη, όχι εμένα. Υπερφίαλο κανίς.

          Μα τα χίλια κόκκινα λουράκια, ανακάλεσε, διαφορετικά θα σε κάνω χοτ ντογκ.

Μια κραυγή τρόμου ακούστηκε στην τριχωτή ομήγυρη. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Αυτή η απειλή ήταν το λιγότερο ανατριχιαστική.

Πριν το καταλάβει κανείς, ο Γκαστόν όρμηξε στο κόκερ (δεν μπορούσε να χτυπήσει γυναίκες) και ήρθαν σωρό κουβάρι. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε και μάταια ο πρόεδρος προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη.

Τι κατάληξη θα είχε όλο αυτό;;;;;;;

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη