Woofland – Ιστορίες για σκύλους – Η εκδίκηση του Γκαστόν 66

Woofland – Ιστορίες για σκύλους – Η εκδίκηση του Γκαστόν 66

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο (όχι όμως κροκέτες) που τρώγεται κρύο

( ή .. αν προτιμάτε.. γαβγίζει καλύτερα όπως γαβγίζει τελευταίος!)

Μα τα χίλια κόκκινα λουράκια το ζήτημα της κλειστής πόρτας τραβούσε πολύ σε μάκρος και το κανίς ήταν μπαρούτι.

Τα πράγματα έκανε χειρότερα η χυλόπιτα που απλόχερα του έδωσε το μαλτέζ. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Γκαστόν δεν πήγε στο γνωστό ραντεβού του πάρκου, αφού το μέτωπό του έμοιαζε με βουναλάκι και το τσουλούφι του φούσκωνε περίεργα. Έτσι, δυο μέρες μετά είδε το μαλτέζ, το δικό του χνουδάτο όνειρο, να χαριεντίζεται και να σαχλαμαρίζει με ένα κόκερ. Ο τζιτζιφιόγκος φορούσε ένα κακόγουστο μπλουζάκι κι έναν πολύχρωμο ιμάντα. Το λουράκι του έγραφε ένα σαχλό όνομα. Μίκυ. Άσε μας, χρυσέ μου. Ούτε χάμστερ να ήταν ο τύπος. Και η σουσουράδα τον άκουγε να ρητορεύει και δεν κουνούσε μήτε το αυτί της. Αυτόν; Ούτε που να τον φτύσει. Γάτα να ήταν δε θα τον περιφρονούσε τόσο. Κι όλα αυτά επειδή ο κύριος είχε τη φαεινή ιδέα να κλείσει την πόρτα του. Αίσχος. Το ντόπερμαν του γείτονα που είχε γνώσεις νομικές τον είχε συμβουλεύσει να κρατήσει την ψυχραιμία του και να οργανώσει την εκδίκησή του με καθαρό μυαλό. Κι αυτό θα έκανε. Δε θα έχανε με τίποτα το δίκιο του. Άλλωστε, όπως του είπε το ντόπερμαν, με την κατάλληλη στρατηγική θα μπορούσε να κερδίσει έδαφος και να διεκδικήσει περισσότερα προνόμια στο σπίτι. Χμ…. Αυτός ο τσάκαλος είχε τα δίκια του.

Βέβαια, οι συνθήκες τον ανάγκασαν να κινηθεί λίγο πιο σύντομα από όσο υπολόγιζε. Αλλά, τι να έκανε κι αυτός; Τον είχαν προκαλέσει. Woofland - Ιστορίες για σκύλους - Η εκδίκηση του Γκαστόν 66

Ένα βράδυ τ’ αδέρφια του γύρισαν από τη βραδινή τους έξοδο με εφόδια. Αναγνώρισε την άσπρη χαρτοσακούλα με τα κόκκινα γράμματα. Μπήκαν στο δωμάτιο του Γιώργου και άνοιξαν τηλεόραση. Τα χάχανα πήγαιναν σύννεφο, το ίδιο όμως και οι μυρωδιές που του είχαν σπάσει τα ρουθούνια. Η αλάνθαστη όσφρησή του του έλεγε ότι ήταν μπέργκερ. Μα τα χίλιες βρεγμένες γάτες τα μπέργκερ είναι άγγιγμα παραδείσου στον ουρανίσκο. Δώρο για όλα τα μοναχικά κανίς αυτού του κόσμου.

Πήγε έξω από την πόρτα και κλαψούρισε για να του ανοίξουν. Καμία αντίδραση. Έξυσε την πόρτα με το νύχι του. Τίποτα. Οι κύριοι συνέχιζαν ανενόχλητοι το τρανό τους φαγοπότι. Γάβγισε μια φορά διακριτικά. Άκουσε τη φωνή της αδερφής του. «Ρε συ, είναι έξω. Να του ανοίξουμε;». Η μισητή φωνή του Γιώργου αντήχησε στ’ αυτιά του. «Σου είπα ΟΧΙ. Θα μας πρήξει. Άσε να φάμε μια φορά με την ησυχία μας». Η γλυκούλα (και χαζοβιόλα συνάμα συνέχισε): «Μα έξω είναι σκοτεινά. Θα φοβάται. Είναι κρίμα. Είναι αδερφός μας. Θα του δώσω εγώ από τα δικά μου». Τελικά ήταν μεγάλο κορόιδο αυτή. Μπορούσε άνετα να τη μαδήσει σαν κοτόπουλο. «ΟΧΙ. Αν τολμήσεις να του ανοίξεις θα σε ξεμαλλιάσω».

Ώστε έτσι λοιπόν… ήταν ανεπιθύμητος.. Χαλούσε την ησυχία του κυρίου. Ε, λοιπόν, η εκδίκηση ήταν ένα πιάτο που τρωγόταν κρύο. Όταν πήγαν όλοι για ύπνο, εκείνος δεν κοιμήθηκε. Λίγο πριν χτυπήσουν τα ξυπνητήρια κατέβηκε στα υπνοδωμάτια των παιδιών. Η πόρτα ήταν και πάλι ερμητικά κλειστή. Αυτός μυαλό δεν έβαζε. Σήκωσε διακριτικά το πόδι του και άφησε μια τεράστια λίμνη με τσίσα. Όταν ξυπνούσε ο πασάς θα τα πατούσε στα σίγουρα. Βγήκε στη λιακάδα και περίμενε.

Όσο σκεφτόταν τη γλυκιά εκδίκηση, άκουσε μια φωνή πίσω από το μπέντζαμιν.

          Ει εσύ το κανίς..

          Γεια, φίλε

          Σκαρώνεις κάτι;

          Θα μάθεις σύντομα

          Πρόσεχε. Μόνο αυτό σου λέω..

          Ναι, φίλε.

          Γκαστόν, μου κάνεις μια χάρη;

          Ναι, φίλε.

          Μπορείς να σταματήσεις να χαμογελάς χαιρέκακα; Μοιάζεις με νυφίτσα που κέρδισε το τζόκερ.

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη