Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 19ο

Ιστορίες για σκύλους – Με λένε Γκαστόν.. 19ο

Και τώρα για να δούμε την συνέχεια του καβγά….
Ήταν ώρα να διεκδικήσει δυναμικά το χάδι που του άξιζε. Αφού το γρύλισμα δεν έπιασε τόπο έπρεπε να λάβει πιο δραστικά μέτρα. Έτσι, χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση, γύρισε και

δάγκωσε το χέρι της κοπέλας δίπλα του.
Η Ειρήνη πετάχτηκε πάνω. Τα δόντια του κανίς, αν και μικρά, ήταν πολύ κοφτερά. Πόνεσε πολύ. Κοίταξε το χέρι της έντρομη. Τα δόντια του Γκαστόν είχαν μείνει πάνω του και λίγο αίμα άρχισε να τρέχει. «Ειιιιιι με δάγκωσες…» του φώναξε. «Είσαι κακός!! Κακός» φώναξε και έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιό της. Η μαμά τον κοίταξε θυμωμένα. «Γιατί δάγκωσες την αδερφή σου Γκαστόν; Ξέρεις ότι την πόνεσες; Δε σου έκανε κάτι» του είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πάει το χουζούρι. Όμως, τελικά το κουταβάκι δε στενοχωρήθηκε για την τεμπελιά. Το βλέμμα της αδερφής του θυμάται. Ήταν ξαφνιασμένο και λυπημένο. Τι της είχε κάνει;Woofland - Ιστορίες για σκύλους - Με λένε Γκαστόν 19ο
Το απόγευμα στο σπίτι πέρασε μέσα σε μια ασυνήθιστη ησυχία. Η Ειρήνη δεν ξανανέβηκε ποτέ. Είχε κλειδώσει την πόρτα της και δεν ήρθε ούτε όταν τη φώναξαν για καφέ. Πίσω από την κλειστή πόρτα η κοπέλα έκλαιγε. Δεν μπορούσε να χωνέψει το μέγεθος της προδοσίας. Αν ο ίδιος της ο σκύλος, που τον αγαπούσε τόσο πολύ και του έκανε όλα τα χατίρια, την είχε δαγκώσει πισώπλατα (μαχαιρώσει λένε.. αλλά αυτό δεν ταίριαζε με την περίσταση).. αν ο ίδιος της ο αδερφός την έκανε να πονέσει, τότε τι είχε να περιμένει από τους ξένους; Και δώστου κλάμα και αναφιλητό (μπορεί να σας φαίνεται υπερβολικό, όμως είναι η καθαρή αλήθεια).
Το βράδυ που γύρισε ο μπαμπάς, ο Γκαστόν ήταν σα βρεγμένη γάτα. Δε μιλούσε καθόλου. Όταν έμαθε τι είχε γίνει, τον έπιασαν τα γέλια. Όχι για πολύ όμως. Στρώθηκε το τραπέζι, το φαγητό τελείωσε, όμως η κόρη του άφαντη. Ούτε το μεσημέρι είχε φάει. Και μιλάμε για την Ειρήνη, που δε έχανε ποτέ το τραπέζι. Αποφάσισε να της μιλήσει. Της χτύπησε την πόρτα. Ήταν κλειδωμένα. Άλλο πάλι και τούτο. Έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα. Πήρε τον Γκαστόν, τον χτένισε και του φόρεσε το παπιγιόν του. Κατέβηκαν μαζί στο δωμάτιο και της ξαναχτύπησαν. Ο Γκαστόν ήταν σοβαρός, σαν να καταλάβαινε. Ο μπαμπάς ξαναχτύπησε. «Άνοιξέ μας σε παρακαλώ.. είναι κάποιος εδώ και θέλει να σου μιλήσει». Η Ειρήνη άνοιξε την πόρτα. Φαινόταν κλαμένη. Με τις ροζ πιτζάμες της έμοιαζε με μικρό κοριτσάκι. Όταν είδε τον Γκαστόν γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά. «Δε μιλάω με προδότες. Να φύγετε». Τότε, ο μπαμπάς έβαλε μπρος τα μεγάλα μέσα. Της έβαλε τον Γκαστόν σχεδόν μέσα στο πρόσωπο. «Είστε αδέρφια, δεν κάνετε να τσακώνεστε. Συμφιλιωθείτε. Δώστε τα χέρια και ξεχάστε τα όλα». Η Ειρήνη του πήρε το πατουσάκι και το χάιδεψε. Και η μικρή σουπιά της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στη μύτη. Αυτό ήταν! Ο πάγος είχε σπάσει. Τα δύο αδέρφια ξαναέγιναν φίλοι και μοιράστηκαν ένα πιάτο φαγητό.
Και αυτή η ιστορία έκανε το γύρο όλης της οικογένειας, προκαλώντας γέλια και πειράγματα..
Μείνετε συντονισμένοι γιατί οι περιπέτειες του Γκαστόν δεν έχουν τελειωμό… Την επόμενη Παρασκευή μαζί σας και πάλι.

Ειρήνη Ι. Ζαννάκη

Διαβάστε εδώ την ιστορία του Γκαστόν από την αρχή